Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Εύξεινος Πόντος ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Γεωγραφία του Εύξεινου Πόντου στην Αρχαιότητα

Συγγραφή : Beshevliev Boyan (21/9/2007)
Μετάφραση : Πέτρακα Ελένη

Για παραπομπή: Beshevliev Boyan, «Γεωγραφία του Εύξεινου Πόντου στην Αρχαιότητα»,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Εύξεινος Πόντος
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=11910>

География на Черно море през Античността (25/6/2007 v.1) Geography of the Black Sea in Antiquity (18/9/2009 v.1) Γεωγραφία του Εύξεινου Πόντου στην Αρχαιότητα (23/12/2008 v.1) 
 

1. Γεωγραφία – Τοπογραφία – Κλίμα

Η διαμόρφωση του σχήματος, του μεγέθους και της ακτογραμμής του Εύξεινου Πόντου είναι αποτέλεσμα των τεκτονικών κινήσεων του φλοιού της Γης, των αλλαγών της στάθμης των ωκεανών και των κλιματικών συνθηκών. Η θέση ανάμεσα στις ηπείρους της Ασίας και της Ευρώπης διαμορφώθηκε οριστικά στη διάρκεια της Τεταρτογενούς περιόδου. Μέσω των στενών του Βοσπόρου, της θάλασσας του Μαρμαρά και των Δαρδανελίων ο Εύξεινος Πόντος συνδέεται με τη Μεσόγειο θάλασσα, ενώ μέσω του πορθμού του Κερτς επικοινωνεί με τη θάλασσα του Αζόφ (τη Μαιώτιδα λίμνη στην Αρχαιότητα). Ο Εύξεινος Πόντος έχει συνολική έκταση 422.000 τ.μ. και μέγιστο βάθος 2.210 μ. Η ακτογραμμή στα βόρεια και τα νότια παρουσιάζει βαθύ γεωγραφικό διαμελισμό με αρκετές εγκολπώσεις, χαρακτηριστικά φυσικά λιμάνια και ακρωτήρια, που ευνοούν τη δημιουργία οικισμών και τεχνητών λιμανιών.

Δεν υπάρχουν μεγάλου μεγέθους νησιά και συστάδες νησιών και η μόνη μεγάλη χερσόνησος είναι η Κριμαία. Λόγω της εισροής συγκριτικά αλμυρότερων υδάτων από τη Μεσόγειο κατά την αναφερόμενη γεωλογική περίοδο της διαμόρφωσης του Εύξεινου Πόντου, σε βάθος 180-200 μ. κάτω από την επιφάνεια έχει διαλυθεί θειούχο υδρογόνο αέριο και υπάρχει έλλειψη ζωής. Το γεγονός ότι ο Εύξεινος έχει σχετικά κλειστό σχήμα και εκβάλλουν σε αυτόν μεγάλα ποτάμια, όπως ο Δούναβης, ο Δνείπερος, ο Δνείστερος, ο Μπουγκ (Ύπανις) και ο Δον (Τάναϊς), και άλλα μικρότερα έχει αποτέλεσμα η αλμυρότητα να είναι χαμηλή (περίπου 18%). Οι λόγοι αυτοί περιόριζαν την ποσότητα και την ποικιλία των ψαριών, ενώ η αλιεία ήταν μάλλον τοπικής σημασίας. Στα παράλια το κλίμα ήταν σχετικά ευνοϊκό, κυρίως ηπειρωτικό, αλλά σε περιπτώσεις ιδιαίτερα ψυχρών χειμώνων οι ακτές στα ανατολικά, τα βόρεια και τα δυτικά πάγωναν. Ο χειμώνας χαρακτηρίζεται επίσης από τις ισχυρές θύελλες, οι οποίες ήταν η αιτία να διακόπτεται σχεδόν τελείως η ναυσιπλοΐα στην Αρχαιότητα και τους Μέσους χρόνους. Τα εύφορα εδάφη βόρεια και δυτικά της θάλασσας είχαν καταστήσει τις συγκεκριμένες περιοχές σε πλούσιους σιτοβολώνες. Τα μέρη αυτά τροφοδοτούσαν σχεδόν αδιάκοπα την ανατολική Μεσόγειο με σιτάρι στη διάρκεια της Αρχαιότητας και των Μέσων χρόνων.

2. Ανθρώπινη εγκατάσταση

Τα γεωγραφικά χαρακτηριστικά του Εύξεινου Πόντου ευνόησαν από νωρίς την ανθρώπινη εγκατάσταση. Πιθανότατα οι πρώτες εγκαταστάσεις σημειώνονται από τη Μέση και την Ύστερη Παλαιολιθική εποχή, δηλαδή πριν από περ. 120.000 χρόνια. Ο άνθρωπος κατοίκησε τα προστατευμένα μέρη, όπως τα σπήλαια στον Καύκασο, την Κριμαία, τις ορεινές περιοχές στη Μικρά Ασία και τα δυτικά παράλια. Η μόνιμη εγκατάσταση των ανθρώπων στις ακτές αρχίζει κατά το πρώιμο Ολόκαινο (10.000 π.Χ.) και μετά την περίοδο των Παγετώνων. Κατά τη Νεολιθική εποχή (7000-6000 π.Χ.), εμφανίζονται και μεμονωμένοι τοπικοί πολιτισμοί/κουλτούρες που συνεχίζουν να αναπτύσσονται και να διαδίδονται την εποχή του Χαλκού (5000-4000 π.Χ.). Πολλές εγκαταστάσεις εντοπίζονται σε περιοχές με κοιτάσματα χαλκού, όπως η νότια Ανατολία και η δυτική Θράκη και στην ευρύτερη περιοχή βόρεια της Μαύρης θάλασσας. Παράδειγμα αποτελεί η νεκρόπολη κοντά στη Βάρνα από την εποχή του Χαλκού. Από την ύστερη περίοδο της εποχής του Χαλκού υπάρχουν ενδείξεις για υπερπόντιες επαφές, όπως καταδεικνύουν οι άγκυρες που βρέθηκαν σε ενάλιες αρχαιολογικές έρευνες. Την ίδια εποχή στα ανατολικά, στα νότια και ιδιαίτερα στα δυτικά παράλια ιδρύονται και θρακικοί οικισμοί.

2.1. Ελληνικός αποικισμός

Στα μέσα περίπου του 7ου αι. π.Χ. στα παραπάνω μέρη πραγματοποιείται ο ελληνικός αποικισμός. Αρχικά κάνουν την εμφάνισή τους Ίωνες άποικοι, κυρίως από τη Μίλητο και τις Κλαζομενές της Μικράς Ασίας και από τα νησιά Σάμο και Χίο, τους οποίους ακολούθησαν και άλλοι. Κατ’ αυτό τον τρόπο βαθμιαία ιδρύεται σειρά από οικισμούς-πόλεις και λιμάνια σε όλη την ακτή του Εύξεινου Πόντου. Ορισμένες πόλεις δημιουργούνται πάνω σε προγενέστερους οικισμούς, ενώ άλλες ιδρύονται σε νέες θέσεις. Αρκετοί οικισμοί, όπως η Ίστρια, η Απολλωνία Ποντική, η Οδησσός, οι Τόμοι, οι Κρουνοί, η Μεσημβρία, η Κάλλατις, η Ολβία, η Φαναγορία, η Σινώπη, η Ηράκλεια Ποντική κ.ά., ανεγείρονται ως ανεξάρτητα ή εξαρτημένα κέντρα. Αναπτύσσουν εμπορικές, πολιτικές και πολιτιστικές σχέσεις μεταξύ τους, αλλά και με τις αντίστοιχες περιοχές της ενδοχώρας στην Ασία, την Ευρώπη και ιδιαίτερα της Μεσογείου. Οι αποικίες στον Εύξεινο Πόντο σε ορισμένες περιπτώσεις έχουν και διφορούμενες σχέσεις με ορισμένα φύλα της περιοχής και εθνικές ομάδες, π.χ. με τη θρακική φυλή των Οδρυσών ή των Σκυθών.

Τον 5ο αι. π.Χ. κάποιες πόλεις-αποικίες προσπαθούν να αναπτύξουν οργανωμένες κρατικές δομές, όπως το βασίλειο του Βοσπόρου, με κέντρο το Παντικάπαιο. Στη νότια παρευξείνια περιοχή στο διάστημα 170-139 π.Χ. εμφανίζεται το βασίλειο του Πόντου, το οποίο συγκεντρώνει μεγάλη οικονομική και πολιτική δύναμη. Επί της βασιλείας του Μιθριδάτη ΣΤ΄ του Ευπάτορος (132-63 π.Χ.), οργανωμένη συμμαχία των πόλεων στον Εύξεινο Πόντο προβάλλει αντίσταση στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Η δυτική ακτή, το 72 π.Χ., υπέκυψε πρώτη στις λεγεώνες του Μάρκου Λούκουλλου και ακολούθησαν η Ηράκλεια, η Σινώπη, η Τραπεζούς και η Φάσις (το Πότι) (στην ανατολική ακτή).

Ο Εύξεινος Πόντος είναι γνωστός στον ελληνικό πολιτισμό ήδη από την Πρώιμη Αρχαιότητα, όπως αποτυπώνεται στους μύθους για τους Αργοναύτες και τον Ιάσονα, τον Προμηθέα Δεσμώτη, το ταξίδι του Οδυσσέα κ.ά. Διάφορες αναφορές σε αυτόν και στα παράλιά του συναντάμε στους αρχαίους συγγραφείς, όπως στους Ηρόδοτο, Πολύβιο, Στράβωνα, Διόδωρο, Οβίδιο και Πλίνιο Πρεσβύτερο. Λεπτομερέστερες περιγραφές για πρακτικούς σκοπούς, σε ορισμένες περιπτώσεις με ακριβείς αποστάσεις που ήταν αποτέλεσμα επιτόπιων παρατηρήσεων, απαντούν στην Περιήγηση ή τον Περίπλου του Ψευδο-Σκύλακα (6ος αι. π.Χ.), στον Αρριανό (περ. 2ο αι. μ.Χ.) και στον Αμμιανό Μαρκελλίνο (330-400).

3. Χαρτογράφηση

Ο Εύξεινος Πόντος περιλαμβάνεται στο σύστημα των συντεταγμένων και στους πίνακες με τα γεωγραφικά μήκη και πλάτη στη Γεωγραφία του Κλαυδίου Πτολεμαίου (περ. 2ο αιώνα). Παρόμοια και σημαντικά στοιχεία αναφέρονται στο ρωμαϊκό οδοιπορικό του Αντωνίου (Itinerarium Antonini), το οποίο χρονολογείται στον 3ο αιώνα.

Μέχρι τις ημέρες μας έχουν διασωθεί αντίγραφα από τρεις προσπάθειες για χαρτογραφική περιγραφή του Εύξεινου Πόντου. Τα πλήρη περιγράμματα περιλαμβάνονται στους χάρτες που επισυνάπτονται στα ελληνικά και τα λατινικά αντίγραφα της Γεωγραφίας του Κλαυδίου Πτολεμαίου. Η απεικόνιση του σχήματος βασίζεται στις γεωγραφικές συντεταγμένες που σημειώνονται στο ίδιο έργο. Στο ρωμαϊκό οδοιπορικό Tabula Peutingeriana, που συντάχθηκε περί το 2ο με 3ο αιώνα, απεικονίζεται επίσης το πλήρες σχήμα του Εύξεινου Πόντου, αν και αλλοιωμένο ως προς τις διαστάσεις, αλλά με το οδικό δίκτυο στα παράλια. Ορισμένα τμήματα των βορειοδυτικών και των βόρειων παράλιων έχουν ζωγραφιστεί σε ένα μέρος από το δέρμα ασπίδας που βρέθηκε στη Δούρα Ευρωπός επί του Ευφράτη. Η απεικόνιση με τις ελληνικές επιγραφές χρονολογείται τον 3ο αιώνα.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>