Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Εύξεινος Πόντος ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Γκαϊμάνοβα

Συγγραφή : Gourova Natalia (11/1/2008)

Για παραπομπή: Gourova Natalia, «Γκαϊμάνοβα», 2008,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Εύξεινος Πόντος
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=10748>

Γκαϊμάνοβα (10/12/2008 v.1) Gaimanova (12/1/2009 v.1) 

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

 

αμφορέας, ο
Aπό τις λέξεις «αμφί» και «φέρω». Αγγείο με μακρόστενο ωοειδές σώμα και λαιμό στενότερο αυτού, που φέρει εκατέρωθεν δύο όμοιες κάθετες λαβές και στηρίζεται σε μικρό πόδι. Παραγόταν σε διάφορα μεγέθη, από τα μικρά δοχεία αρωματικών ελαίων έως τα μεγάλα αποθηκευτικά αγγεία για τη μεταφορά ή την αποθήκευση κυρίως υγρών αλλά και στερεών. Υπάρχουν πολλοί τύποι αμφορέων, όπως οι οξυπύθμενοι, οι παναθηναϊκοί, οι αμφορείς με λαιμό, οι νικοσθενικοί, οι αμφορείς SOS, οι τυρρηνικοί, οι τύπου Nola.

γωρυτός, ο
Φαρέτρα. Η λέξη προέρχεται από το «χωρυτός» των αρχαίων πηγών και αυτή από το «χωρείν ρυτά», δηλαδή κυρτά τόξα. Ο πολεμιστής τοποθετούσε εκτός από τα τόξα και τα βέλη του, ώστε να έχει τα χέρια του ελεύθερα.

δίνος, ο (λέβης, ο)
Μεγάλο, ανοιχτό ημισφαιρικό αγγείο χωρίς λαβές και πόδι και με πολύ χαμηλό λαιμό. Χρησιμοποιούνταν ως αγγείο ανάμειξης κρασιού με νερό, ενώ δινόταν και ως έπαθλο.

έλασμα, το
Λεπτή πλάκα μετάλλου που σχηματίστηκε με σφυρηλάτηση.

κρηπίδα, η / κρηπίδωμα, το
Η βάση αρχαίου οικοδομήματος. Συχνά περιλαμβάνει μία ή περισσότερες βαθμίδες, συνήθως τρεις. Η ανώτερη από αυτές λέγεται στυλοβάτης, γιατί πάνω της στηρίζονται απευθείας οι κίονες.

οινοχόη, η
Από τις λέξεις «οίνος» και «χέω». Ωοειδής κανάτα κρασιού με μία λαβή, συνήθως ψηλότερη του πλάτους της. Έχουν διακριθεί 10 τύποι βάσει διαφοροποιήσεων στο προφίλ, το στόμιο και τη μορφή της λαβής του αγγείου.

ρόδακας, ο
Διακοσμητικό στοιχείο κυκλικού σχήματος με μορφή τυποποιημένου άνθους τριαντάφυλλου, με έναν ή δύο ομόκεντρους κύκλους πετάλων.

ρυτό, το
Σπονδικό αγγείο με άνοιγμα στο κάτω μέρος που επέτρεπε την αργή εκροή του υγρού περιεχομένου.

 
 
 
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>