Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Εύξεινος Πόντος ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Μετανάστευση Ελλήνων στα ρωσικά παράλια του Ευξείνου

Συγγραφή : Καρδάσης Βασίλης (1/5/2008)

Για παραπομπή: Καρδάσης Βασίλης, «Μετανάστευση Ελλήνων στα ρωσικά παράλια του Ευξείνου», 2008,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Εύξεινος Πόντος
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=11136>

Μετανάστευση Ελλήνων στα ρωσικά παράλια του Ευξείνου (21/3/2011 v.1) Migration of Greeks to the Russian coast of the Black Sea - δεν έχει ακόμη εκδοθεί 
 

1. Η πρώτη εγκατάσταση ελληνικών πληθυσμών

Τα ρωσικά παράλια του Εύξεινου Πόντου προσέλκυσαν εύλογα το ενδιαφέρον των Ελλήνων ομογενών. Αχανείς εκτάσεις, που αποκτήθηκαν από τους Τούρκους στη διάρκεια των συχνών Ρωσοτουρκικών πολέμων, «αναζητούσαν» ιδιοκτήτες, ενώ διέθεταν σημαντικά πλεονεκτήματα από την άποψη της παραγωγικότητας του εδάφους. Η προσέλευση των Eλλήνων ομογενών έχει τις απαρχές της στην περίοδο που ακολουθεί το τέλος του Ρωσοτουρκικού πολέμου του 1768-1774, τη συνθήκη Κιουτσούκ Καϊναρτζή και την εφαρμογή του σχεδίου εποικισμού της νότιας Ρωσίας, το οποίο εμπνεύστηκε η αυτοκράτειρα Αικατερίνη. Ελκυστικό στοιχείο για τους μετανάστες ήταν η προσφορά μεγάλων εκτάσεων γης, η σωρεία των προνομίων που παραχωρούσαν οι ρωσικές αρχές και, βεβαίως, η βελτίωση των όρων διαβίωσης στο εύφορο περιβάλλον της Νέας Ρωσίας.

2. Η Μαριούπολη

Η φυσιογνωμία του πληθυσμού με ελληνική προέλευση στη Μαριούπολη, πόλη που βρίσκεταιστη βόρεια πλευρά της Αζοφικής θάλασσας, συνιστά διαφορετική περίπτωση σε σχέση με τον ελληνικό πληθυσμό άλλων πόλεων των ρωσικών παραλίων. Εδώ μετακινήθηκαν χριστιανοί κάτοικοι της Κριμαίας, ακρίτες των συνόρων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, και ίδρυσαν τα περίφημα 23 χωριά της Μαριούπολης και την ίδια την πόλη. Το 1778 με επικεφαλής το μητροπολίτη Ιγνάτιο περίπου 30.000 παλαιοί κάτοικοι της Κριμαίας ταξίδεψαν βορειότερα, κατά μήκος της δυτικής ακτής της θάλασσας του Αζόφ.1 Η Μεγάλη Αικατερίνη τούς είχε παραχωρήσει γη, προκειμένου να εγκατασταθούν, και προνόμια για να δημιουργήσουν τους οικονομικούς όρους της επιβίωσής τους. Έξι εκατομμύρια στρέμματα εύφορης γης, δάνεια για καλλιέργειες, εκατονταετή απαλλαγή από στρατιωτικές υποχρεώσεις και άλλες ευνοϊκές παραχωρήσεις συγκρότησαν το κατάλληλο περιβάλλον για την εγκατάσταση των μεταναστών.

Πάντως η γενικότερη άνοδος του σιτεμπορίου της Αζοφικής θάλασσας μετά τα μέσα του 19ου αιώνα επηρέασε την πορεία της Μαριούπολης. Στους παλαιούς χριστιανούς μετανάστες της Κριμαίας προστέθηκαν ομογενείς κυρίως από τα νοτιοανατολικά παράλια του Εύξεινου Πόντου, δηλαδή την αρχαία κοιτίδα του ποντιακού ελληνισμού. Ανάμεσα στους Έλληνες αυτής της περιόδου αξίζει ιδιαίτερη μνεία ο Δαβίδ Χαρατζάεφ, με την πλούσια οικονομική δραστηριότητα, τον ενεργό ρόλο στα τοπικά πολιτικά πράγματα και τη βαθιά κοινωνική επιρροή στο συνολικό πληθυσμό της Μαριούπολης. Ωστόσο, είναι βέβαιο ότι η πλειονότητα των ελληνορθόδοξων κατοίκων της πόλης και των 23 χωριών ανήκε στα χαμηλά κοινωνικά στρώματα. Ασχολούνταν κυρίως με την καλλιέργεια σε μικρομεσαίες ιδιοκτησίες, οι οποίες είχαν αποκτηθεί από τους αρχικούς μετανάστες της Κριμαίας. Οι εμπορικοί οίκοι της πόλης απλώς αποτελούσαν υποκαταστήματα των μεγάλων οίκων του γειτονικού Ταϊγανίου. Στα τέλη του 19ου αιώνα ο αμιγής ελληνικός ομογενειακός πληθυσμός δεν ξεπερνούσε τους 30 κατοίκους, απέναντι στους χιλιάδες μετανάστες της Κριμαίας, οικιστές της Μαριούπολης.

Οι Μαριουπολίτες είχαν αναπτύξει ήδη από την παρουσία τους στην Κριμαία μια ιδιαίτερη διάλεκτο, γνωστή ως μαριουπολίτικη, με προσμείξεις γλωσσικών στοιχείων από την ποντιακή διάλεκτο καθώς και από τη γλώσσα που μιλούσαν οι Τάταροι. Και σήμερα ακόμα οι παλαιοί κάτοικοι μιλούν μαριουπολίτικα. Στους Μαριουπολίτες καλλιεργητές, σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας της δυσχερούς οικονομικής θέσης τους, βρήκαν πρόσφορο έδαφος οι μαρξιστικές ιδέες του μπολσεβικισμού. Είναι χαρακτηριστικό ότι, αμέσως μετά την επικράτηση της Οκτωβριανής επανάστασης, στην περιοχή κυκλοφορούσε σε φωνητική ορθογραφία η εφημερίδα Κολεχτιβιστίς, όργανο των Μαριουπολιτών που είχαν περάσει με το μέρος των μπολσεβίκων.

3. Το Ταϊγάνιο

Το Ταϊγάνιο (Ταϊγκανρόκ), κέρας βουβαλιού στη ρωσική γλώσσα εξαιτίας του σχήματος του ακρωτηρίου στο βόρειο τμήμα της Αζοφικής θάλασσας, εκεί όπου εγκαθιδρύθηκε η πόλη, ήταν το πρώτο λιμάνι που ανέπτυξε σημαντική εμπορική δραστηριότητα. Είχε ιδρυθεί από το Μεγάλο Πέτρο το 1698 και ύστερα από διάφορες διοικητικές εναλλαγές, ανάλογα με τις εξελίξεις των ρωσοτουρκικών συγκρούσεων δηλαδή, περιήλθε οριστικά στη ρωσική επικράτεια το 1769. Έξι χρόνια αργότερα, το 1775, δηλαδή αμέσως μετά την έκδοση του διατάγματος της Μεγάλης Αικατερίνης, προσήλθαν Έλληνες πρόσφυγες, θύματα της περιπέτειας των Ορλωφικών. Εξαρχής συγκρότησαν στρατιωτικό σώμα με την ονομασία Φάλαγγα Σπάρτη, ώστε να προετοιμάζονται πολεμικά με την ελπίδα να συμμετάσχουν σε μια νέα σύγκρουση εναντίον των Τούρκων, αλλά και για να ανταποκριθούν σε ενδεχόμενη πρόσκληση των ρωσικών αρχών για την προάσπιση των ρωσικών παραλίων. Η Φάλαγγα γρήγορα μετακινήθηκε προς την Κριμαία, όπου ο κίνδυνος επανάκαμψης των Τούρκων ήταν μεγαλύτερος.

Αρχικά διαμένοντας σε πρόχειρα καταλύματα, οι Έλληνες επιδόθηκαν στην καλλιέργεια γαιών που τους διανεμήθηκαν από τις ρωσικές αρχές. Φοροαπαλλαγές, επιδοτήσεις, κοινοτικά προνόμια, διοικητική αυτοτέλεια ήταν σημαντικές παραχωρήσεις και διευκόλυναν πολλαπλώς τη διαμονή των Ελλήνων στην πόλη, ενώ αποτέλεσαν και το εφαλτήριο της οικονομικής τους προόδου. Η γη διανεμήθηκε με βάση το στρατιωτικό βαθμό (αξιωματικοί, υπαξιωματικοί, στρατιώτες) των μεταναστών, ο οποίος στην ουσία ανταποκρινόταν στη θέση την οποία κατείχαν στα ελληνικά σώματα που είχαν λάβει μέρος στα Ορλωφικά. Στις χήρες δόθηκαν κατ’ αναλογία γαίες προς καλλιέργεια. Αρκετοί εγκατέλειψαν σταδιακά την αγροτική παραγωγή και αφοσιώθηκαν στο εμπόριο, λίγοι πάντως διατήρησαν και τις δύο ιδιότητες, του γαιοκτήμονα και του εμπόρου, όπως οι Αλφιεράκης, Βερναρδάκης και Βαρβάκης. Αξίζει να σημειωθεί ότι μέλη των τριών συγκεκριμένων οικογενειών φρόντισαν για την ενίσχυση της κοινωνικής τους θέσης στο περιβάλλον της ομογένειας και συνολικά του πληθυσμού της πόλης, επιδιδόμενοι σε γάμους μεταξύ τους. Στην πρώτη γενιά των μεγαλεμπόρων που εγκαταστάθηκαν στο Ταϊγάνιο ανήκουν εκτός των μελών των τριών οικογενειών και οι Χολιάρας, Δράκος, Καραγιάννης, Γεροδημάτος, Παλαμάς, Πωγωνάτος κ.ά. Η κυριαρχία του ελληνικού στοιχείου στις εμπορικές δραστηριοτήτες του λιμανιού ήδη από την αρχική φάση εγκατάστασής του υπήρξε δεδομένη. Το 1783 οι Έλληνες πραγματοποίησαν το 64% των συνολικών εξαγωγών του Ταϊγανίου, έναντι 22% των Αρμένιων εμπόρων, 11% των Ρώσων και μόλις 1% των εμπόρων με δυτική προέλευση.2 Οι ομογενείς λίγο μετά την εγκατάστασή τους ενδιαφέρθηκαν να κατασκευάσουν ελληνορθόδοξη εκκλησία. Για αυτό το σκοπό έλαβαν την άδεια του μητροπολίτη Χερσώνος και Σλαβινίου Ευγένιου Βούλγαρη, όπως και του διαδόχου του Νικηφόρου Θεοτόκη. Η αρχική ξύλινη εκκλησία παραχώρησε τη θέση της στην εκκλησία των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, που κατασκευάστηκε το 1820. Στον περίβολο του ναού λειτούργησε και σχολείο για την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας. Σημαντικός κοινοτικός θεσμός ήταν επίσης το Γραικικό Μαγιστράτο, οργανισμός που είχε έως το 1808 την αρμοδιότητα στην εκδίκαση υποθέσεων που αφορούσαν την κοινότητα των ομογενών.

Από τους Έλληνες αυτής της περιόδου ξεχωρίζει ο Ιωάννης Βαρβάκης, που καταγόταν από τα Ψαρά. Είχε συμμετάσχει στο Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1768-1774 ως καπετάνιος σε πλοίο που πολέμησε με το ρωσικό στόλο στις θαλάσσιες συγκρούσεις στο Αιγαίο. Μετά την αποχώρηση των ρωσικών σκαφών μετακινήθηκε στην Αζοφική. Όταν του χορηγήθηκε από την αυτοκράτειρα το προνόμιο της αποκλειστικής αλιείας στην Κασπία, άλλαξε η τύχη του. Επιδιδόμενος στο εμπόριο του χαβιαριού, δημιούργησε τεράστια περιουσία στο Αστραχάν, όπου ήταν ο τόπος της αρχικής του εγκατάστασης. Μεταφέρθηκε στο Ταϊγάνιο στα τέλη της δεκαετίας του 1810, αφού προηγουμένως είχε λάβει τιμητικές διακρίσεις από τη ρωσική διοίκηση. Επανήλθε στον ελλαδικό χώρο για να συμμετάσχει στον Αγώνα της Ανεξαρτησίας, αφήνοντας την τελευταία του πνοή στη Ζάκυνθο το 1825. Στην περιοχή του Ταϊγανίου ανεγέρθηκαν πολλά κοινωφελή ιδρύματα με δαπάνη του.

Η άνοδος της σημασίας των σιτηρών της Αζοφικής για τη δυτική αγορά μετά τα μέσα του 19ου αιώνα αναβάθμισε το ενδιαφέρον των Ελλήνων για το Ταϊγάνιο. Χαρακτηριστικά ο Γάλλος πρόξενος της Οδησσού σημείωνε σε επιστολή του της 20ής Αυγούστου 1859: «Το εμπόριο του Ταϊγανίου ελέγχεται από τους Έλληνες, που έχουν εδώ κολοσσιαία καταστήματα». Πλέον το σιτεμπόριο του Ταϊγανίου είχε βρεθεί στην πρώτη θέση των εξαγωγών του ρωσικού νότου, κι αυτό σήμαινε τεράστιο πλούτο για τους Έλληνες του μεγάλου λιμανιού της Αζοφικής, οι οποίοι επιπλέον διέθεταν και υποκαταστήματα στην Οδησσό. Οι νέοι ομογενείς κατάγονταν κυρίως από τα Επτάνησα, γεγονός που πρέπει να συνδέεται και με την υψηλή επενδυτική τάση των ομογενών από το Ιόνιο να αποκτούν πλοία. Ανάμεσα στους Έλληνες αυτής της περιόδου ξεχωριστή είναι η παρουσία του Μαρίνου Βαλλιάνου. Με αφετηρία τις Κεραμιές (παλαιότερη ορθογραφία Κεραμειές) της Κεφαλονιάς ίδρυσε στο Ταϊγάνιο μετά το 1840 επιχείρηση που αποτελούσε τμήμα του οίκου των αδελφών Βαλλιάνου, με καταστήματα μεταξύ άλλων στο Λονδίνο, την Κωνσταντινούπολη και τη Μασσαλία. Η οικογένεια Βαλλιάνου κυριάρχησε στο σιτεμπόριο της Αζοφικής, ενώ παράλληλα ήταν οι πρώτοι που μετήλθαν συστηματικά την εφοπλιστική ιδιότητα. Μεταφέροντας αρχικά σε ιστιοφόρα και αργότερα σε ατμόπλοια σιτηρά προς τις δυτικές αγορές, οι Βαλλιάνοι έγιναν ο ακμαιότερος εμπορικός οίκος του Ταϊγανίου. Αξιόλογη θέση στο εμπόριο της πόλης είχε και ο Ιωάννης (Ζαννής) Σκαραμαγκάς από τη Χίο. Νυμφεύτηκε την Καλλιόπη Πετροκόκκινου και εκπροσώπησε τον οίκο των αδελφών Ράλλη στις σιτεμπορικές επιχειρήσεις του Ταϊγανίου και του γειτονικού Ροστόφ. Στον οίκο του μαθήτευσε στο εμπόριο και ο νεαρός Ρώσος του Ταϊγανίου Άντον Τσέχωφ, προτού ακολουθήσει τη σπουδαία σταδιοδρομία του στη λογοτεχνία. Ο Σκαραμαγκάς, οι οικογένειες Σιφναίου και Σβορώνου, ο Νεγρεπόντης και αρκετοί άλλοι μικρότεροι επιχειρηματίες υιοθέτησαν ανάλογη πορεία με αυτή του Μαρίνου Βαλλιάνου στην πλοιοκτησία, ανοίγοντας το δρόμο για την αναπροσαρμογή της ελληνικής ναυτιλίας στη νέα τεχνολογία του ατμού.

Η «Ευεργετική Αδελφότης», όπως ήταν η επωνυμία της κοινοτικής οργάνωσης των Ελλήνων του Ταϊγανίου, βρισκόταν σε πλήρη ακμή προς τα τέλη του 19ου αιώνα. Μέλη της ήταν όλοι οι ομογενείς που διέθεταν ελληνική καταγωγή ανεξαρτήτως υπηκοότητας, κι αυτό συνιστούσε έμμεση παραδοχή του σοβαρού προβλήματος που δημιουργούσε η πίεση των κρατικών αρχών για αποδοχή της ρωσικής υπηκοότητας. Πράγματι η πίεση είχε αποδώσει καρπούς. Όπως αναφέρεται σε έκθεση του Έλληνα προξένου στο Ταϊγάνιο το 1910 σημαντικό τμήμα του ελληνικού πληθυσμού της περιοχής παρουσίαζε υψηλή τάση εκρωσισμού, ενώ ακόμα περισσότεροι είχαν ενστερνιστεί τα ρωσικά ήθη και έθιμα. Ως αιτία του προβλήματος προέβαλε την έλλειψη ελληνοπαιδείας, αφού ήδη από το 1896 το ελληνικό σχολείο είχε μετατραπεί σε ρωσικό. Έτσι μοναδικό καταφύγιο για τα παιδιά των χαμηλών εισοδηματικών κατηγοριών απέμεναν τα ρωσικά εκπαιδευτήρια. Οι γόνοι των ανώτερων τάξεων ούτως ή άλλως είχαν την πολυτέλεια της πρόσληψης οικοδιδασκάλου για την εκμάθηση ξένων γλωσσών ή αναχωρούσαν στο εξωτερικό, στα μεγάλα αστικά κέντρα της Δύσης.

4. Το Ροστόφ

Το Ροστόφ, ιδρυμένο το 1761 με την ονομασία κάστρο του Αγίου Δημητρίου Ροστόφ, παρουσίασε δυναμική ανάπτυξη και ανέλαβε την πρωτοκαθεδρία του εμπορίου της Αζοφικής στα τέλη του 19ου αιώνα. Όμως ήδη από τη δεκαετία του 1820, Έλληνες έμποροι από την Οδησσό και από το Ταϊγάνιο, αντιλαμβανόμενοι το μέγεθος της επικείμενης ανάπτυξης του Ροστόφ, ίδρυσαν υποκαταστήματα εκεί, με στόχο να εκμεταλλευτούν το σιτεμπόριο της ενδοχώρας. Το Ροστόφ διέθετε ένα ασύγκριτο πλεονέκτημα σε σχέση με το Ταϊγάνιο: βρισκόταν πάνω στον ποταμό Ντον και συνεπώς μπορούσε εύκολα να επικοινωνεί με τις εύφορες και λίαν παραγωγικές γειτονικές περιοχές. Σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, ο ελληνικός πληθυσμός της πόλης άγγιζε τους 1.000 κατοίκους προς το τέλος του 19ου αιώνα. Ωστόσο, η αργοπορημένη ανάπτυξη του Ροστόφ δυσχέρανε την κοινοτική οργάνωση των Ελλήνων ομογενών, καθότι η εποχή δεν ευνοούσε τέτοιου είδους απόπειρες. Χωρίς εκκλησία, χωρίς εκπαιδευτήριο, χωρίς κοινότητα, ο εκρωσισμός συνιστούσε εύλογη επιλογή για μεγάλο αριθμό Ελλήνων.

Οι περισσότεροι από τους ομογενείς είχαν μετακινηθεί από το γειτονικό Ταϊγάνιο, υπηρετώντας τους σιτεμπορικούς οίκους του Βαλλιάνου, του Σκαραμαγκά, του Διαμαντίδη και του Κούππα. Σοβαρό οικονομικό ρόλο ασκούσαν στον τομέα της μεταποίησης οι αδελφοί Ασλανίδη από την Τραπεζούντα, που κατείχαν μεγάλο καπνεργοστάσιο, ο Κεφαλονίτης Γ. Αντύπας, ιδιοκτήτης ατμοκίνητου ζυμωτηρίου, και ο Π. Κουρουπός, κάτοχος του μοναδικού εργοστασίου αναψυκτικών στην ευρύτερη περιοχή. Αυτή την περίοδο κάνει την εμφάνισή της, δειλά έστω, η ρωσική εκβιομηχάνιση, και οι Έλληνες ομογενείς φαίνεται να συμμετέχουν ενεργά σε αυτή τη διαδικασία. Πάμπολλοι ήταν οι Έλληνες επιχειρηματίες που επιδόθηκαν στις υπηρεσίες: υπήρχε το ξενοδοχείο των αδελφών Βλαντή, αλλά και τα καφενεία όπου σύχναζαν οι πολυάριθμοι Κεφαλονίτες και Επτανησιώτες που ασχολούνταν με τη ναυσιπλοΐα στον ποταμό Ντον. Οι Αντύπας, Φωκάς, Σβορώνος, Καλλιγάς, Μουσούρης, Γερασιμάτος φέρονται ως πλοιοκτήτες του στόλου των μικρών πλοιαρίων (ατμομπάριζες) που μετέφεραν το σιτάρι από την ενδοχώρα στο λιμάνι για να εξαχθεί στο εξωτερικό.

5. Μικρότερες εστίες ελληνικής παρουσίας

Σαφώς μικρότερες εστίες ελληνικής παρουσίας έχουμε σε όλη σχεδόν την έκταση των ρωσικών παραλίων της Μαύρης θάλασσας. Η Χερσώνα αποτέλεσε ισχυρό εμπορικό ανταγωνιστή τόσο της Οδησσού όσο και του Ταϊγανίου σε ένα πρώιμο στάδιο. Οι πηγές επιβεβαιώνουν ότι στην οικονομία της πόλης κυριαρχούσαν οι Έλληνες, αφού το 1785 διενεργούσαν το 60% του συνολικού εισαγωγικού εμπορίου της πόλης.3 Όμως η ραγδαία ανάπτυξη της Οδησσού και το συγκριτικό πλεονέκτημα στο ποιοτικό σιτάρι του Ταϊγανίου επρόκειτο να καθυποτάξουν το εμπόριο της Χερσώνας. Στο Νικολάιεφ, που ιδρύθηκε το 1791 σε σχετικά κοντινή απόσταση από την Οδησσό, οι λιγοστοί Έλληνες, πιθανότατα εκπρόσωποι μεγαλεμπόρων της Οδησσού, μοχθούσαν για την εξασφάλιση των προμηθειών σίτου και την αποστολή τους στο γειτονικό μεγάλο λιμάνι. Η Σεβαστούπολη, το λιμάνι της Κριμαίας με τη στρατηγική σημασία για την τσαρική Ρωσία, όφειλε την ανάπτυξή της στον ελλιμενισμό του πολεμικού στόλου. Οι Έλληνες ομογενείς, που στα τέλη του 19ου αιώνα υπολογίζονταν περί τους 500, ασχολούνταν με το εμπόριο, ήτοι την εξυπηρέτηση των πληρωμάτων των πολεμικών σκαφών. Η πίεση των ρωσικών αρχών για εκρωσισμό των ομογενών φαίνεται ότι απέδωσε καρπούς, αν υπολογίσουμε ότι ο παλαιός ελληνορθόδοξος ναός είχε πάψει να λειτουργεί το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα. Στην ενδοχώρα της Κριμαίας, στα διάσπαρτα χωριά της χερσονήσου, οι Έλληνες επιδόθηκαν, όπως άλλωστε και οι άλλες μεταναστευτικές εθνότητες, κυρίως στις αγροτικές εργασίες. Η καλλιέργεια του καπνού και των λαχανικών συνιστούσαν τη βασική προτίμηση των ομογενών, καθώς επίσης και η οικοτεχνική παραγωγή (κάλτσες, έπιπλα). Το Κερτς, στο στόμιο της Αζοφικής, με τη μέγιστη εμπορική σημασία για τη διακίνηση των φορτίων από τα λιμάνια της εσώτερης θάλασσας του Αζόφ, ήταν ο τόπος αρχικής εγκατάστασης των Ελλήνων προσφύγων την περίοδο της Μεγάλης Αικατερίνης, αποτελώντας τρόπον τινά τον πυρήνα του ομογενειακού ελληνισμού της νότιας Ρωσίας. Στα μέσα του αιώνα, ανάμεσα στους πολυάριθμους ξένους εμπορικούς πράκτορες συμβίωναν και περίπου 200 Έλληνες, οι οποίοι στο σύνολό τους ασχολούνταν με το εμπόριο και τη ναυτιλία. Στο Μπερντιάνσκ με τη μεγάλη κίνηση λόγω του εμπορίου σιτηρών, οι Έλληνες ομογενείς ασχολούνταν με το εμπόριο και την ιδιοκτησία των μικρών πλοιαρίων που ήταν κατάλληλα για τη μεταφόρτωση στα μεγάλα ιστιοφόρα και ατμόπλοια.

6. Επίλογος

Στο Ταϊγάνιο, όπου επιχειρήθηκε πρώτη φορά στο πλαίσιο της ελληνικής διασποράς να τεθούν οι όροι συνδυασμένων ενεργειών με στόχο την υποβοήθηση της παρουσίας των Ελλήνων ομογενών, κατά τραγική ειρωνία έμελλε να εκδηλωθεί το κύκνειο άσμα του ομογενειακού ελληνισμού της νότιας Ρωσίας. Πιο συγκεκριμένα, στο Ταϊγάνιο πραγματοποιήθηκε το Συνέδριο των Ελλήνων της Ρωσίας στις 29 Ιουνίου 1917, δηλαδή λίγους μήνες προτού ξεσπάσει η πολιτική θύελλα της μπολσεβίκικης επανάστασης του Οκτώβρη. Επρόκειτο ουσιαστικά για συνάντηση εκπροσώπων από τις κοινοτικές οργανώσεις των Ελλήνων της ρωσικής Μαύρης θάλασσας και της Αζοφικής. Με πρόεδρο το μεγαλέμπορο και επικεφαλής της κοινότητας του Ταϊγανίου Βασίλειο Σιφναίο, το συνέδριο επιχείρησε να συντονίσει τη δράση του Ελληνισμού στην ευρύτερη περιοχή της Ρωσίας, να επιδιώξει λύσεις σε ζητήματα όπως η διατήρηση της ελληνικής γλώσσας ανάμεσα στους ομογενείς, η ενίσχυση και επέκταση των ελληνικών εκπαιδευτηρίων, η διατήρηση κεκτημένων δικαιωμάτων και προνομίων της ομογένειας, η στήριξη της αυτονομίας των ελληνορθόδοξων εκκλησιών στις πόλεις και τα χωριά της νότιας Ρωσίας. Η επιτροπή που ορίστηκε προκειμένου να εξετάσει εκτενέστερα αυτά τα προβλήματα και να εισηγηθεί λύσεις σε μια επόμενη συνάντηση των εκπροσώπων των κοινοτικών οργανώσεων δεν πρόλαβε καν να λειτουργήσει. Η Οκτωβριανή Επανάσταση, αλλά κυρίως η συμμετοχή του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος που απέστειλε η κυβέρνηση Βενιζέλου στο πλευρό των Δυτικών συμμάχων για να καταπολεμήσουν την εδραίωση των μπολσεβίκων, έπαιξαν καταλυτικό ρόλο για να επέλθει το τέλος του ομογενειακού ελληνισμού στη νότια Ρωσία και να γραφτεί ο επίλογος μιας λαμπρής ιστορίας.

1. Καρδάσης, Β., Ο Ελληνισμός του Ευξείνου Πόντου (Αθήνα 1997), σελ. 231.

2. Καρδάσης, Β., Έλληνες ομογενείς στη νότια Ρωσία, 1775-1861 (Αθήνα 1998), σελ. 62.

3. Καρδάσης, Β., Έλληνες ομογενείς στη νότια Ρωσία, 1775-1861 (Αθήνα 1998), σελ. 143.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>