Ιόνιο δίκτυο
Το δίκτυο των Ελλήνων εμπόρων που δραστηριοποιήθηκαν εμπορικά στο χώρο της Μαύρης θάλασσας (στην Οδησσό και το Νικολάιεφ, τα λιμάνια της Αζοφικής και το Δούναβη), της Μεσογείου και της βόρειας Ευρώπης στο διάστημα από το 1870 έως τις αρχές του 20ού αιώνα. Ονομάστηκε έτσι επειδή οι πλουσιότερες και σημαντικότερες οικογένειες κατάγονταν από τα νησιά του Ιονίου και κυρίως την Κεφαλλονιά και την Ιθάκη. Τα μέλη του δικτύου ξεκίνησαν κατά κύριο λόγο από τις θαλάσσιες μεταφορές ως πλοιοκτήτες ιστιοφόρων και στη συνέχεια πέρασαν στις εμπορικές δραστηριότητες. Στα τέλη του 19ου αιώνα εξειδικεύτηκαν στη μεταφορά ομοειδών φορτίων, κυρίως σιτηρών και κάρβουνου. Τα μέλη του δικτύου αναδείχτηκαν σε σημαντικούς εφοπλιστές. Μεταξύ άλλων σημαντικές προσωπικότητες του δικτύου ήταν οι Αθανασούλης, αφοί Αντύπα, Αραβαντινός, Π. Βαλλιάνος, Ν.Π. Βλασσόπουλος, αφοί Δρακούλη, Θεοφιλάτος και Σταθάτος, αφοί Θεοφιλάτου, αφοί Καββαδία, Γ. Κακουλάτος, Α. Κουρκουμέλης, αφοί Λυκιαρδόπουλοι, αφοί Μελισσαράτου κ.ά. Τα μέλη του δικτύου συνδέθηκαν μεταξύ τους με επιγαμίες, εμπορικές συνεργασίες και κοινές επιχειρηματικές στρατηγικές.
|
κόρος καθαρής χωρητικότητας, ο (κκχ)
Μονάδα μέτρησης χωρητικότητας των κλειστών χώρων του πλοίου εκτός από εκείνους που δεν προσφέρονται για εμπορική εκμετάλλευση.
|
κόρος ολικής χωρητικότητας, ο (κοχ)
Μονάδα μέτρησης των κλειστών χώρων του πλοίου. Ισοδυναμεί με 100 κυβικά πόδια ή 2,83 κυβικά μέτρα.
|
Νόμοι για τα Σιτηρά
Η λήξη των Ναπολεόντειων πολέμων απελευθέρωσε την εμπορική δραστηριότητα, οδηγώντας σε κατακόρυφη πτώση των τιμών των δημητριακών στη Βρετανία. Εκπρόσωποι των συμφερόντων της αγροτικής οικονομίας, με επικεφαλής την κτηματική αριστοκρατία, κατόρθωσαν να επιβληθεί το 1815 με νομοθετική πράξη του Κοινοβουλίου, η απαγόρευση εισαγωγής σιταριού όσο η τιμή του βρισκόταν κάτω από τα 80 σελίνια ανά τέταρτο (80 shillings per quarter) (το "quarter" αποτελεί μονάδα μέτρησης για το σιτάρι και ισούται με 64 γαλόνια ή 291,2 λίτρα). Πάνω από αυτή την τιμή οι εισαγωγές ήταν ελεύθερες. Ανάλογα μέτρα λήφθηκαν και για άλλα δημητριακά προϊόντα. Ωστόσο, η αποτυχία από πολλές πλευρές του μέτρου οδήγησε το 1828 στην υιοθέτηση της φορολόγησης με βάση μία κινητή κλίμακα τιμών (sliding scale). Η πίεση εναντίον του προστατευτικού νόμου από ένα μεγάλο μέρος της βρετανικής κοινωνίας, με προεξέχουσα την ομάδα των βιομηχάνων της βόρειας Αγγλίας, εκφραζόταν μέσα από την οργάνωση «Ένωση κατά των Νόμων για τα Σιτηρά» (Anti-Corn Law League). Αυτή η πίεση, σε συνδυασμό με το Μεγάλο Λιμό στην Ιρλανδία (1845-6), ώθησαν την κυβέρνηση Peel το 1846 στην κατάργηση του Νόμου για τα Σιτηρά, απελευθερώνοντας με αυτό τον τρόπο τις εισαγωγές δημητριακών.
|
Νόμοι περί Ναυσιπλοΐας
Οι Νόμοι περί Ναυσιπλοΐας (Navigation Acts) εφαρμόστηκαν στην Αγγλία για πρώτη φορά το 1651. Προέβλεπαν ότι όλα τα προϊόντα από την Ασία, την Αφρική και την Αμερική που θα εισάγονταν στην Αγγλία ή στις αποικίες της θα έπρεπε να μεταφέρονται με αγγλικά πλοία ή πλοία των αποικιών, των οποίων ο ιδιοκτήτης και η πλειονότητα του πληρώματος θα έπρεπε να είναι Άγγλοι υπήκοοι. Τα προϊόντα από την Ευρώπη θα έπρεπε να εισάγονται είτε με αγγλικά πλοία είτε με πλοία της χώρας παραγωγής των εισαγόμενων προϊόντων. Τα μέτρα αυτά εκείνη την εποχή στρέφονταν ουσιαστικά κατά της Ολλανδίας. Από το 1822, οι περιοριστικοί αυτοί νόμοι τροποποιήθηκαν, περιορίζοντας τις απαγορεύσεις, ενώ η πλήρης κατάργησή τους ήρθε το 1849, μέσα στα πλαίσια της περαιτέρω φιλελευθεροποίησης της βρετανικής οικονομίας.
|
Χιώτικο δίκτυο
Το χιώτικο δίκτυο το συνιστούσαν οι Έλληνες έμποροι που δραστηριοποιήθηκαν στο χώρο της Μαύρης θάλασσας, της Μεσογείου και της Βόρειας Ευρώπης στο διάστημα 1830-1860, οι σημαντικότεροι από τους οποίους κατάγονταν από τη Χίο και συχνά συνδέονταν μεταξύ τους με συγγενικούς δεσμούς. Οι έμποροι αυτοί συνδύαζαν το εμπόριο με τη ναυτιλία και οι οίκοι τους χαρακτηρίζονταν από πειθαρχία και συνεκτικότητα. Οι πλέον αξιόλογες οικογένειες ήταν των Ροδοκανάκη, Ζιζίνια, Ράλλη, Σκυλίτση, Αργέντη, Δρομοκαΐτη, Πετροκόκκινου, Αγέλαστου. Το δίκτυο παρήκμασε όταν μεταβλήθηκαν οι συνθήκες εμπορίου στη Μαύρη θάλασσα μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο (1853-1856), σε συνδυασμό με τις τεχνολογικές μεταβολές στις θαλάσσιες μεταφορές και τις επικοινωνίες.
|